Ο «Αριστερισμός»


ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ;
Β. Ι. ΛΕΝΙΝ*

Οι Γερμανοί «αριστεροί» θεωρούν πως γι' αυτούς το ζήτημα είναι λυμένο και ότι η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι κατη­γορηματικά αρνητική. Κατά τη γνώμη τους, είναι αρκετό να βγά­ζει κανείς λόγους και θυμωμένες κραυγές ενάντια στα «αντιδραστικά» και τα «αντεπαναστατικά» συνδικάτα για «να απο­δείξει» (ο Κ. Χόρνερ το βεβαιώνει αυτό με ιδιαίτερη «σοβαρό­τητα» και πολύ ανόητα) πως είναι ανώφελο και μάλιστα απα­ράδεκτο για τους επαναστάτες, τους κομμουνιστές να δουλεύ­ουν στα κίτρινα, σοσιαλσοβινιστικά, συμφιλιωτικά συνδικάτα, στα συνδικάτα του Λεγκίν, στα αντεπαναστατικά συνδικάτα.
Όσο όμως κι αν έχουν πειστεί οι Γερμανοί «αριστεροί» ότι η τέτοια τακτική έχει επαναστατικό χαρακτήρα, στην πραγματι­κότητα είναι ριζικά λαθεμένη και δεν περιέχει τίποτε άλλο από κούφιες φράσεις.
Για να το ξεκαθαρίσω, θα αρχίσω από τη δική μας πείρα, σύμ­φωνα με το γενικό σχέδιο αυτού του άρθρου, που έχει για σκοπό να εφαρμοστεί στη Δυτική Ευρώπη ό,τι είναι γενικά εφαρμόσι­μο, ό,τι έχει γενική σημασία, ό,τι είναι γενικά υποχρεωτικό στην ιστορία και στη σύγχρονη τακτική του μπολσεβικισμού.
Οι σχέσεις ανάμεσα στους αρχηγούς - το κόμμα - την τάξη -και τις μάζες και ταυτόχρονα η στάση της δικτατορίας του προ­λεταριάτου και του Κόμματος του απέναντι στα συνδικάτα πα­ρουσιάζονται σήμερα σε μας συγκεκριμένα ως εξής. Τη δικτατο­ρία την πραγματοποιεί το οργανωμένο στα Σοβιέτ προλεταριά­το, που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα των μπολ­σεβίκων, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου συνεδρίου του Κόμματος (Απρίλης 1920) έχει 611 χιλιάδες μέλη. Ο αριθμός των μελών είχε πολλές διακυμάνσεις και πριν την επα­νάσταση του Οκτώβρη και ύστερα απ' αυτή και μάλιστα ήταν ση­μαντικά μικρότερος, ακόμη και το 1918 και το 1919. (23)
Φοβόμα­στε, μια υπέρμετρη αύξηση των μελών του Κόμματος, γιατί οι καριερίστες και οι παλιάνθρωποι, που δεν αξίζουν παρά μόνο τουφέκι, προσπαθούν οπωσδήποτε να τρυπώσουν στις γραμμές του κυβερνητικού κόμματος. Η τελευταία φορά που ανοίξαμε πλατιά τις πόρτες του Κόμματος -μόνο για τους εργάτες και αγρότες- ήταν τις μέρες (χειμώνας του 1919) που ο Γιουντένιτς βρισκόταν μερικά βέρστια έξω από την Πετρούπολη και ο Ντενίκιν στο Οριόλ (κάπου 350 βέρστια από τη Μόσχα), δηλ. τότε που τη Σοβιετική Δημοκρατία την απειλούσε τρομερός, θανάσι­μος κίνδυνος και τότε που οι τυχοδιώκτες, οι καριερίστες, οι παλιάνθρωποι και γενικά τα ασταθή στοιχεία δεν μπορούσαν κα­θόλου να υπολογίζουν ότι θα έχουν επικερδή σταδιοδρομία, αν προσχωρούσαν στους κομμουνιστές (αλλά μάλλον θα έπρεπε να περιμένουν κρεμάλα και βασανιστήρια).(24)
Το Κόμμα που συγκα­λεί κάθε χρόνο συνέδρια (στο τελευταίο συνέδριο: 1 αντιπρό­σωπος για 1 .(XX) μέλη) το καθοδηγεί μια Κεντρική Επιτροπή από 19 άτομα, που εκλέγεται από το συνέδριο, και την τρέχουσα δουλειά στη Μόσχα τη διεξάγουν ακόμη πιο στενά όργανα, τα οποία ονομάζονται Οργανωτικό Γραφείο και Πολιτικό Γραφείο, που αποτελούνται το καθένα από πέντε μέλη της ΚΕ και εκλέ­γονται στις ολομέλειες της ΚΕ. Από δω βγαίνει συνεπώς μια πραγματική «ολιγαρχία». Και κανένα σοβαρό πολιτικό ή οργα­νωτικό ζήτημα δε λύνεται στη δημοκρατία μας από καμιά κρα­τική υπηρεσία, χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.
Στη δουλειά του το Κόμμα στηρίζεται άμεσα στα συνδικάτα που έχουν σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου συνεδρίου (Απρίλης 1920), πάνω από 4 εκατομμύρια μέλη και τυπικά είναι εσωκομματικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα όλα τα καθοδηγητικά όργανα της τεράστιας πλειοψηφίας των συνδικάτων και κατά πρπό λόγο βέβαια το γενικό συνδικαλιστικό πανρωσικό κέντρο ή γραφείο (Πανρωσικό Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων) αποτελούνται από κομμουνιστές και εφαρμόζουν όλες τις οδηγίες του Κόμματος. Κι έτσι έχουμε σε γενικές γραμμές έναν προλεταριακό μηχανισμό που τυπικά δεν είναι κομμουνιστικός, έναν προλεταριακό μηχανισμό ευλύγιστο και σχετικά πλατύ και πολύ ισχυρό, που μέσω αυτού το Κόμμα συνδέεται στενά με την τάξη και με τη μάζα και μέσω αυτού, με την καθοδήγηση του Κόμματος, πραγματοποιείται δικτατορία της τάξης. Χωρίς την πιο στενή σύνδεση με τα συνδι­κάτα, χωρίς τη θερμή υποστήριξη από μέρους τους, χωρίς τη γε­μάτη αυταπάρνηση δουλειά τους όχι μόνο στην οικονομική, μα και στη στρατιωτική οικοδόμηση δε θα μπορούσαμε, εννοείται, να κυβερνήσουμε τη χώρα και να πραγματοποιήσουμε τη δι­κτατορία όχι 2 ½ χρόνια, μα ούτε και 2 ½ μήνες. Όπως καταλα­βαίνετε, η στενότατη αυτή σύνδεση σημαίνει στην πράξη μια πο­λύπλοκη και πολύμορφη δουλειά προπαγάνδας και ζύμωσης και συχνών συσκέψεων που να γίνονται στον καιρό τους όχι μό­νο με τα καθοδηγητικά στελέχη, αλλά και γενικά με τους συνδι­καλιστικούς παράγοντες που έχουν επιρροή, σημαίνει ακόμη αποφασιστικό αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους που ως τα σή­μερα έχουν έναν ορισμένο, αν και πολύ μικρό, αριθμό οπαδών και τους διδάσκουν να κάνουν κάθε είδους αντεπαναστατικές πράξεις, αρχίζοντας από την ιδεολογική υπεράσπιση της δημο­κρατίας (της αστικής), από την προπαγάνδα για την «ανεξαρ­τησία» των συνδικάτων (ανεξαρτησία από την προλεταριακή κρατική εξουσία!) ως το σαμποτάρισμα της προλεταριακής πει­θαρχίας κλπ. κλπ.
Τη σύνδεση με τις «μάζες» μέσω των συνδικάτων τη θεω­ρούμε ανεπαρκή. Στην πορεία της επανάστασης μέσα στην πρά­ξη δημιουργήθηκε σε μας ένα όργανο, όπως είναι οι εξωκομματικές εργατικές και αγροτικές συνδιασκέψεις, για να παρακο­λουθούμε τις διαθέσεις των μαζών, να τις πλησιάζουμε, να αντα­ποκρινόμαστε στα αιτήματα τους, να προωθούμε τα καλύτερα στοιχεία απ' αυτές στις κρατικές υπηρεσίες κλπ. Κι αυτό το όρ­γανο προσπαθούμε με όλα τα μέσα να το υποστηρίξουμε, να το αναπτύξουμε και να το πλατύνουμε. Ένα από τα τελευταία δια­τάγματα για τη μετατροπή του Λαϊκού Επιτροπάτου Κρατικού Ελέγχου σε «Εργατοαγροτική Επιθεώρηση» δίνει στις εξωκομματικές συνδιασκέψεις αυτού του είδους το δικαίωμα να εκλέγουν μέλη του Κρατικού Ελέγχου για διάφορες επιθεωρήσεις.
Έπειτα, εννοείται, όλη η δουλειά του Κόμματος γίνεται μέ­σω των Σοβιέτ. που συνενώνουν τις εργαζόμενες μάζες χωρίς διάκριση επαγγέλματος. Τα νομαρχιακά συνέδρια των Σοβιέτ αποτελούν ένα δημοκρατικό όργανο, που δεν το έχουν δει ως τώ­ρα ούτε οι καλύτερες ρεπουμπλικανικές δημοκρατίες του αστι­κού κόσμου. Και μέσω αυτών των συνεδρίων (που το Κόμμα προσπαθεί να τα παρακολουθεί όσο το δυνατό πιο προσεκτικά), καθώς και με τις μόνιμες αποστολές συνειδητών εργατών σε κά­θε λογής υπηρεσίες στο χωριό, πραγματοποιείται ο ηγετικός ρό­λος του προλεταριάτου απέναντι στην αγροτιά, πραγματοποι­είται η δικτατορία του προλεταριάτου της πόλης, ο συστηματι­κός αγώνας ενάντια στους πλούσιους, τους αστούς, τους εκμε­ταλλευτές και τους κερδοσκόπους αγρότες κλπ.
Αυτός είναι ο γενικός μηχανισμός της προλεταριακής κρα­τικής εξουσίας, όταν τον βλέπουμε «από τα πάνω», από την άπο­ψη της πρακτικής εφαρμογής της δικτατορίας. Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί στο Ρώσο μπολσεβίκο, που ξέ­ρει αυτό το μηχανισμό και που παρακολούθησε πώς αναπτύ­χθηκε μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια από τους μικρούς μυστικούς, παράνομους κύκλους, όλες οι συζητήσεις για δικτατορία «από τα πάνω» είτε «από τα κάτω», για δικτατορία των αρχηγών είτε δικτατορία της μάζας κλπ, δεν μπορεί παρά να φαίνονται γε­λοίες παιδιακίστικες ανοησίες, ένα είδος συζήτησης, αν είναι πιο χρήσιμο για τον άνθρωπο το αριστερό πόδι ή το δεξί χέρι.
Το ίδιο παιδιακίστικες και γελοίες ανοησίες δεν μπορεί πα­ρά να φαίνονται σε μας και οι σπουδαίες, πολύ σοφές και τρο­μερά επαναστατικές συζητήσεις των Γερμανών αριστερών πά­νω στο θέμα ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν και δεν πρέπει να δουλεύουν στα αντιδραστικά συνδικάτα, ότι επιτρέπεται να πα­ρατήσουν αυτή τη δουλειά, ότι πρέπει να βγουν από τα συνδι­κάτα και να δημιουργήσουν υποχρεωτικά την εντελώς καινουργιούτσικη, την εντελώς καθαρούτσικη «εργατική ένωση» κλπ. κλπ. που τη σοφίστηκαν οι καλοί μας (και ασφαλώς στο με­γαλύτερο μέρος τους πολύ νεαροί) κομμουνιστές κλπ.
Ο καπιταλισμός αφήνει κατ' ανάγκη για κληρονομιά στο σο­σιαλισμό, από το ένα μέρος, τις παλιές επαγγελματικές και συντεχνιακές διακρίσεις που είχαν διαμορφωθεί επί αιώνες ανά­μεσα στους εργάτες και. από το άλλο μέρος, αφήνει τα συνδικάτα που μόνο πολύ αργά, ύστερα από χρόνια μπορούν να εξελι­χθούν και εξελίσσονται σε πολύ πλατιές και λιγότερο συντε­χνιακές παραγωγικές ενώσεις (που αγκαλιάζουν ολόκληρες βιο­μηχανίες και όχι μονάχα συντεχνίες, τέχνες και επαγγέλματα).
Αργότερα μόνο, μέσω αυτών των παραγωγικών ενώσεων, περ­νάμε στην κατάργηση του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους ανθρώπους, στη διαπαιδαγώγηση, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση ολόπλευρα αναπτυγμένων και ολόπλευρα κα­ταρτισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που όλα ξέρουν να τα κά­νουν. Προς τα εκεί πάει, πρέπει να πάει και θα φτάσει ο κομ­μουνισμός, ύστερα όμως από πολλά χρόνια. Η προσπάθεια που θα έκανε κανείς σήμερα να πετύχει στην πράξη νωρίτερα αυτό το μελλοντικό αποτέλεσμα ενός εντελώς εξελιγμένου, εντελώς στερεωμένου και διαμορφωμένου, εντελώς αναπτυγμένου και ωριμασμένου κομμουνισμού, ισοδυναμεί με το να προσπαθεί να διδάξει ανώτερα μαθηματικά σε ένα παιδάκι τεσσάρων χρονών.
Μπορούμε (και πρέπει) να αρχίσουμε να χτίζουμε το σοσια­λισμό όχι με ανθρώπινο υλικό φανταστικό και φτιαγμένο ειδι­κά από μας, αλλά με το υλικό που κληρονομήσαμε από τον καπιταλισμό. Ούτε συζήτηση ότι αυτό είναι πολύ «δύσκολο», όμως κάθε άλλος τρόπος για τη λύση του προβλήματος είναι τόσο αστόχαστος που δεν αξίζει τον κόπο ούτε να μιλάμε γι' αυτόν.
Τα συνδικάτα ήταν μια γιγάντια πρόοδος της εργατικής τά­ξης στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα πέ­ρασμα από την κατάσταση διασποράς και αδυναμίας των εργα­τών στα πρώτα στοιχεία της ταξικής συνένωσης. Όταν άρχισε να αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής συνένωσης των προ­λετάριων, το επαναστατικό Κόμμα του προλεταριάτου (που δε θα είναι άξιο του ονόματος του όσο δε μάθει να συνδέει τους αρ­χηγούς με την τάξη και με τις μάζες σε ένα σύνολο, σε κάτι το αδιάσπαστο), τα συνδικάτα άρχισαν να δείχνουν αναπόφευκτα μερικά αντιδραστικά σημάδια, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση προς την άρνηση της πολιτικής, κάποιο πνεύμα ρουτίνας κλπ. Πουθενά όμως στον κόσμο η ανάπτυξη του προ­λεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά μό­νο μέσω των συνδικάτων, με την αλληλεπίδραση των συνδικά­των και του Κόμματος της εργατικής τάξης. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο είναι ένα γιγάντιο βή­μα προς τα μπρος του προλεταριάτου, σαν τάξης, και το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διαπαιδαγωγήσει ακόμη πιο πολύ και με καινούργιο τρόπο, και όχι μόνο με τον παλιό, τα συνδικάτα κι ακόμη να τα καθοδηγεί και να μην ξεχνά παράλληλα ότι τα συνδι­κάτα μένουν και θα μείνουν για πολύ καιρό το απαραίτητο «σχο­λείο του κομμουνισμού» και το προπαρασκευαστικό σχολείο για τους προλετάριους για να πραγματοποιήσουν τη δικτατορία τους, η απαραίτητη ένωση των εργατών για να περάσει βαθμιαία η διεύθυνση όλης της οικονομίας της χώρας στα χέρια της εργα­τικής τάξης (και όχι σε χωριστά επαγγέλματα) και έπειτα σε όλους τους εργαζόμενους.
Κάποια «αντιδραστικότητα» των συνδικάτων, με την έννοια που αναφέραμε, είναι αναπόφευκτη στις συνθήκες της δικτατο­ρίας του προλεταριάτου. Να μην το καταλαβαίνεις αυτό σημαί­νει ότι δεν καταλαβαίνεις τους βασικούς όρους του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Να φοβάσαι αυτή την «αντιδραστικότητα», να προσπαθείς να την αποφύγεις, να την υπερπηδήσεις είναι η πιο μεγάλη ανοησία, γιατί σημαίνει πως φοβάσαι το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, που συνί­σταται στην εκπαίδευση, στη διαφώτιση, στη διαπαιδαγώγηση και στο τράβηγμα στην καινούργια ζωή των πιο καθυστερημέ­νων στρωμάτων και μαζών της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Από το άλλο μέρος, το να αναβάλουμε την πραγματοποίη­ση της δικτατορίας του προλεταριάτου ως τον καιρό που δε θα υπάρχει ούτε ένας εργάτης με στενές επαγγελματικές απόψεις, ούτε ένας εργάτης με συντεχνιακές και τρέιντ-γιουνιονιστικές προλήψεις, θα ήταν ακόμη πιο βαρύ λάθος. Η τέχνη του πολιτι­κού (και η σωστή κατανόηση από κάθε κομμουνιστή των καθη­κόντων του) συνίσταται ακριβώς στο να υπολογίζει σωστά τις συνθήκες και τη στιγμή που η πρωτοπορία του προλεταριάτου μπορεί να πάρει με επιτυχία την εξουσία, που θα μπορέσει, παίρ­νοντας την εξουσία και όταν την πάρει, να έχει μια αρκετή υπο­στήριξη από αρκετά πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και των μη προλεταριακών εργαζόμενων μαζών, που θα μπορέσει ύστερα απ' αυτό να υποστηρίξει, να στερεώσει και να πλατύνει την κυριαρχία της, διαπαιδαγωγώντας, εκπαιδεύοντας, προ­σελκύοντας όλο και πιο πλατιές μάζες εργαζομένων.
Παρακάτω. Στις χώρες που είναι πιο προηγμένες από τη Ρωσία εκδηλώθηκε και έπρεπε να εκδηλωθεί, αναμφισβήτητα, μια ορισμένη αντιδραστικότητα των συνδικάτων με ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη απ' ό,τι σε μας. Σε μας οι μενσεβίκοι βρήκαν (βρίσκουν και τώρα εν μέρει σε πολύ λίγα συνδικάτα) στήριγμα στα συνδικάτα ακριβώς χάρη στη συντεχνιακή στενότητα, στο συνδικαλιστικό εγωισμό και στον οπορτουνισμό. Στη Δύση, όπου οι εκεί μενσεβίκοι «στρογγυλοκάθισαν» πολύ πιο στέρεα στα συνδικάτα, ξεχώρισε ένα πολύ πιο γερό απ' ό,τι σε μας στρώ­μα «εργατικής αριστοκρατίας», συντεχνιακής, στενής, εγωιστι­κής, αρτηριοσκληρωμένης, αχόρταγης, μικροαστικής, με ιμπε­ριαλιστικές διαθέσεις, εξαγορασμένης από τον ιμπεριαλισμό και διεφθαρμένης από τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι αναμφισβήτη­το. Ο αγώνας ενάντια στους Γκόμπερς, ενάντια στους κυρίους Ζουό, Χέντερσον, Μερχάιμ, Λεγκίν και Σία στη Δυτική Ευρώπη είναι πολύ πιο δύσκολος από τον αγώνα ενάντια στους δικούς μας μενσεβίκους που αποτελούν έναν εντελώς ομοιογενή, κοι­νωνικό και πολιτικό, τύπο. Αυτό τον αγώνα πρέπει να τον διεξάγουν ανελέητα και να τον οδηγήσουν υποχρεωτικά, όπως τον οδηγήσαμε εμείς, ως την πλήρη καταισχύνη και το διώξιμο από τα συνδικάτα όλων των αδιόρθωτων αρχηγών του οπορτουνι­σμού και του σοσιαλσοβινισμού. Είναι αδύνατο να κατακτήσει κανείς την πολιτική εξουσία (και δεν πρέπει να δοκιμάσει να την πάρει), όσο ο αγώνας αυτός δεν έχει φτάσει σε έναν ορισμένο βαθμό, και μάλιστα στις διάφορες χώρες και μέσα στις διαφορετικές συνθήκες αυτός ο «ορισμένος βαθμός» δεν είναι ο ίδιος. Και μό­νο μυαλωμένοι, έμπειροι και κατατοπισμένοι ηγέτες του προλε­ταριάτου μπορούν να καθορίσουν αυτό το βαθμό σε κάθε χώρα. (Σε μας, μέτρο για την επιτυχία σ' αυτό τον αγώνα ήταν, κοντά στα άλλα, οι εκλογές της Συντακτικής Συνέλευσης το Νοέμβρη του 1917, λίγες μέρες μετά την προλεταριακή επανάσταση της 25.Χ.1917. Σ' αυτές τις εκλογές οι μενσεβίκοι τσακίστηκαν κατακέφαλα και πήραν μόνο 700 χιλιάδες ψήφους – 1.400.000 μαζί με τους ψήφους της Υπερκαυκασίας – απέναντι στα 9 εκατ. ψήφους που πήραν οι μπολσεβίκοι: βλ. το άρθρο μου «Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριά­του»* στο τεύχος 7-8 της Κομμουνιστικής Διεθνούς.(25)
Τον αγώνα όμως ενάντια στην «εργατική αριστοκρατία» τον διεξάγουμε εξ ονόματος της εργατικής μάζας και για να την τρα­βήξουμε με το μέρος μας. Τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές αρχηγούς τον διεξάγουμε για να τρα­βήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. Θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς τέτοια ανοησία κάνουν οι «αριστεροί» Γερμανοί κομ­μουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χα­ρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι... οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!! Να αρνούνται να δουλέψουν μέσα σ' αυτά!! Να δη­μιουργήσουν νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο με­γάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη. Γιατί οι μενσεβίκοι μας, όπως και όλοι οι οπορτουνιστές, σοσιαλσοβινιστές, καουτσκιστές ηγέτες των συνδικάτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά «πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα» (αυτό που λέγαμε πάντα για τους μενσεβίκους) ή «εργατικοί εντολοδόχοι της τάξης των κα­πιταλιστών» (labor lieutenants of the capitalist class), σύμφωνα με τη θαυμάσια και πολύ σωστή έκφραση των οπαδών του Ντα­νιέλ Ντε Λέον στην Αμερική. Να μη δουλεύεις μέσα στα αντι­δραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά ανα­πτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών εργατών ή των «αστοποιημένων εργατών» (δια­βάστε σχετικά το γράμμα του Ένγκελς στον Μαρξ για τους Άγγλους εργάτες το 1858 (26)
Η ανόητη ακριβώς «θεωρία» για τη μη συμμετοχή των κομ­μουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δείχνει με τον πιο ανά­γλυφο τρόπο πόσο επιπόλαια οι «αριστεροί» κομμουνιστές αντικρίζουν το ζήτημα της επιρροής πάνω στις «μάζες» και πόση κα­τάχρηση κάνουν με τις κραυγές τους της λέξης «μάζα». Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις «μάζες» και να κατακτήσεις τη συμπάθεια τους, την αγάπη τους και την υποστήριξη τους δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, δεν πρέπει να φοβάσαι τις στρεψοδικίες, τις τρικλοποδιές, τις προσβολές και τις καταδιώ­ξεις από μέρους των «αρχηγών» (που, όντας οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές, συνδέονται στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα ή έμμεσα με την αστική τάξη και με την αστυνομία), αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. Πρέπει να εί­σαι σε θέση να κάνεις κάθε θυσία, να υπερνικάς τα πιο μεγάλα εμπόδια για να διεξάγεις μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονετική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα σ' εκείνα ακριβώς τα ιδρύματα, τους συλλόγους και τις ενώσεις, ακόμη και στις πιο αντιδραστικές, όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες. Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρι­σμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστον ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα. Στην Αγγλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της σουηδικής εφημερίδας Folklets Dagblad Politiken (27) (της 10.ΙΙΙ. 1920), ο αριθμός των μελών των τρέιντ-γιούνιον από το τέλος του 1917 ως το τέλος του 1918 ανέβηκε από 5,5 εκατομ­μύρια σε 6,6 εκατομμύρια, δηλ. αυξήθηκε κατά 19%. Κατά τα τέλη του 1919, ο αριθμός αυτός υπολογίζεται ότι φτάνει ως τα 7 ½  εκατομμύρια. Δεν έχω πρόχειρα τα αντίστοιχα στοιχεία για τη Γαλλία και τη Γερμανία υπάρχουν όμως απόλυτα αναμφισβή­τητα και πασίγνωστα γεγονότα που μαρτυρούν μια μεγάλη αύ­ξηση του αριθμού των μελών των συνδικάτων και σ' αυτές τις χώρες.
Τα γεγονότα αυτά μιλούν πεντακάθαρα για εκείνο που επι­βεβαιώνουν και χιλιάδες άλλες ενδείξεις όπως: η αύξηση της συνειδητότητας και της τάσης για οργάνωση που παρατηρείται ακριβώς στις προλεταριακές μάζες, στα «κατώτερα στρώματα», στις πιο καθυστερημένες μάζες. Εκατομμύρια εργάτες στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία περνούν για πρώτη φορά από την πλή­ρη ανοργανωσιά στη στοιχειώδη, κατώτερη, απλούστατη και πιο προσιτή (για εκείνους που είναι ακόμη εντελώς διαποτισμένοι με τις αστικές δημοκρατικές προλήψεις) μορφή οργάνωσης, δηλ. στα συνδικάτα. Και οι επαναστάτες, απερίσκεπτοι όμως, αρι­στεροί κομμουνιστές στέκονται πλάι και φωνάζουν «μάζες», «μάζες»! -και αρνούνται να δουλέψουν μέσα στα συνδικάτα!! αρνούνται με την πρόφαση ότι είναι «αντιδραστικά»!! και σο­φίζονται μια «εργατική ένωση» καινούργια, καθαρή, αμόλυντη από τις αστικοδημοκρατικές προλήψεις, απαλλαγμένη από τις συντεχνιακές και τις στενά επαγγελματικές αμαρτίες, που θα είναι τάχα (θα είναι!) πλατιά και που για την εγγραφή μελών σ' αυτή θα απαιτείται μονάχα (μονάχα!) «η αναγνώριση του σο­βιετικού συστήματος και της σοβιετικής δικτατορίας» (βλ. το πα­ραπάνω απόσπασμα)!!
Δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογι­σμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ' αυτή που φέρ­νουν οι «αριστεροί» επαναστάτες! Ακόμη και τώρα στη Ρωσία, αν ύστερα από 2 ½ χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ βάζαμε σαν όρο εγγρα­φής στα συνδικάτα την «αναγνώριση της δικτατορίας», θα κά­ναμε ανοησία, θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομ­μουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστε­ρημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους και όχι να απο­μονώνονται απ' αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα – «αριστερά» συνθήματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κύριοι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζουό και Λεγκίν θα χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη στους «α­ριστερούς» αυτούς επαναστάτες, που σαν τη γερμανική αντιπο­λίτευση «αρχών» (ο θεός να μας φυλάει από παρόμοιες «αρχές»!) ή σαν μερικούς επαναστάτες από τους Αμερικανούς «βιομηχα­νικούς εργάτες του κόσμου» (28) προπαγανδίζουν την αποχώρηση από τα αντιδραστικά συνδικάτα και την άρνηση να δουλεύουμε σ' αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κύριοι «αρχηγοί» του οπορτουνισμού θα καταφύγουν σε όλες τις μανούβρες της αστικής διπλωματίας και στη βοήθεια των αστικών κυβερνήσεων, των παπάδων, της αστυνομίας και των δικαστηρίων, για να μην επιτρέψουν στους κομμουνιστές να μπουν στα συνδικάτα, για να τους εκτοπίσουν με κάθε μέσο απ' αυτά, για να κάνουν τη δουλειά τους μέσα στα συνδικάτα όσο το δυνατό πιο δυσάρεστη, για να τους προσβάλουν, να τους κατατρέξουν και να τους κα­ταδιώξουν. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιταχθούμε σε όλα αυτά, να δεχτούμε όλες και τις κάθε λογής θυσίες κι ακόμη -σε περίπτωση ανάγκης- να χρησιμοποιήσουμε κάθε λογής τεχνά­σματα, κάθε πονηριά, κάθε παράνομο τρόπο δουλειάς, να πα­ρασιωπούμε ή να κρύβουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπούμε μέσα στα συνδικάτα, να μείνουμε σ’ αυτά. να κάνουμε μέσα σ' αυτά με κάθε θυσία κομμουνιστική δουλειά. Στον τσα­ρισμό ως το 1905 δεν είχαμε καμιά «νόμιμη δυνατότητα», όταν όμως ο Ζουμπάτοφ της οχράνας οργάνωσε εργατικές συνελεύ­σεις και εργατικούς συλλόγους μαύρων εκατονταρχιών για να πιάνει τους επαναστάτες και για να πολεμά τους επαναστάτες, στέλναμε σ' αυτές τις συνελεύσεις και σ' αυτούς τους συλλόγους μέλη του Κόμματος μας (ανάμεσα σ' αυτούς θυμάμαι προσωπι­κά τον σ. Μπάμπουσκιν, εξαίρετο εργάτη της Πετρούπολης που τον τουφέκισαν οι στρατηγοί του τσάρου το 1906) που δημι­ουργούσαν σύνδεση με τις μάζες, που μηχανεύονταν τρόπους για να κάνουν ζύμωση και που αποσπούσαν τους εργάτες από την επιρροή των ανθρώπων του Ζουμπάτοφ.
Οι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζονό, Λεγκίν δεν είναι τίποτε άλλο παρά Ζουμπατοφ, που διαφέρουν από το δικό μας Ζουμπάτοφ μόνο από το ευρω­παϊκό κουστούμι, το ευρωπαϊκό λούστρο και τις πολιτισμένες, εκλε­πτυσμένες, δημοκρατικά ταιριασμένες μεθόδους που χρησιμοποιούν στην εφαρμογή της αισχρής πολιτικής τους.
Φυσικά, είναι πιο δύ­σκολο να γίνει τέτοια δουλειά στη Δυτική Ευρώπη, που είναι ιδιαίτερα διαποτισμένη από τις εξαιρετικά ριζωμένες προλήψεις νομιμοφροσύνης και τις άλλες συνταγματικές και αστικοδημοκρατικές προλήψεις. Μα μπορεί να γίνει και πρέπει να γίνει και μάλιστα να γίνεται συστηματικά.
Η Εκτελεστική Επιτροπή της III Διεθνούς πρέπει, κατά την προσωπική μου γνώμη, να καταδικάσει ανοιχτά και να προτεί­νει στο επόμενο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς να κα­ταδικαστεί τόσο γενικά η πολιτική της μη συμμετοχής στα αντι­δραστικά συνδικάτα (με μια λεπτομερειακή αιτιολόγηση που να εξηγεί γιατί είναι παράλογη η μη συμμετοχή και εξαιρετικά επι­ζήμια για την υπόθεση της προλεταριακής επανάστασης), όσο και ειδικά η στάση ορισμένων μελών του Κομμουνιστικού Κόμ­ματος της Ολλανδίας, που -άμεσα ή έμμεσα, ανοιχτά ή σκεπα­σμένα, ολοκληρωτικά ή μερικά, αυτό δεν έχει σημασία- υποστή­ριξαν αυτή τη λαθεμένη πολιτική. Η III Διεθνής πρέπει να ξεκά­νει από την τακτική της II και να μην προσπερνά τα φλέγοντα ζητήματα, να μην τα σκεπάζει, αλλά να τα βάζει ανοιχτά. Είπαμε καταπρόσωπα όλη την αλήθεια στους «ανεξάρτητους» (Ανε­ξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας)*, κατα­πρόσωπα πρέπει να πούμε όλη την αλήθεια και στους «αριστε­ρούς» κομμουνιστές.

23.0 αριθμός των μελών του Κόμματος, ύστερα από την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη 1917 και ως το 1919συμπεριλαμβανομέ­νου, είχε τις παρακάτω αλλαγές: στην VII Πανρωσική συνδιάσκεψη (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ.) του 1917 τα μέλη του Κόμματος υπολογίζονταν σε 80.000· στο VI Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (μπ.) (Ιούλης-Αύγουστος 1917) - γύρω στις 240.000· στο VII Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ.) (Μάρτης 1918) όχι λιγό­τερα από 300.000' στο VIII Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ.) (Μάρτης 1919) σε 313.766 μέλη του Κόμματος.
24. Πρόκειται για την «κομματική εβδομάδα», που έγινε με βάση την απόφαση του VII Συνεδρίου του ΚΚΡ (μπ.) για την αύξηση του αριθμού των με­λών του Κόμματος. Αυτή έγινε σε μια περίοδο εντατικής πάλης του σοβιετι­κού κράτους ενάντια στην ξένη στρατιωτική επέμβαση και στην εσωτερική αντεπανάσταση. Για πρώτη φορά κομματική εβδομάδα έγινε στην οργάνω­ση Πετρούπολης του ΚΚΡ (μπ.) από τις 10 ως τις 17του Αυγούστου 1919(η δεύτερη κομματική εβδομάδα στην Πετρούπολη έγινε τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1919)· από τις 20 ως τις 28 του Σεπτέμβρη κομματική εβδομάδα έγινε στην οργάνωση του κυβερνείου Μόσχας. Γενικεύοντας την πρώτη πείρα διεξα­γωγής της κομματικής εβδομάδας, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΡ (μπ.) στις 26 του Σεπτέμβρη 1919 αποφάσισε να κάνει κομματική εβδομάδα στις πό­λεις, στα χωριά και στο στρατό. Στα τέλη του Σεπτέμβρη, η Κεντρική Επι­τροπή έστειλε σε όλες τις κομματικές οργανώσεις εγκύκλιο γράμμα, στο οποίο τόνιζε ότι ύστερα ατό την ολοκλήρωση της ανακαταγραφής και της εκκαθάρισης σε όλες σχεδόν τις κομματικές οργανώσεις η ΚΕ θεωρεί επί­καιρο να αρχίσει την εισδοχή νέων μελών στο Κόμμα. Η ΚΕ υπογράμμιζε ότι στη διάρκεια της κομματικής εβδομάδας πρέπει να γίνονται δεκτοί στο Κόμμα μόνο εργάτες, εργάτριες, κόκκινοι στρατιώτες, ναύτες, αγρότες και αγρότισσες. Για όλους τους άλλους στο διάστημα αυτό η εισδοχή στο Κόμ­μα πρέπει να σταματήσει. Η κομματική εβδομάδα είχε σαν αποτέλεσμα να μπουν στο Κόμμα μόνο σε 38 κυβερνεία του ευρωπαϊκού τμήματος της ΣΟΣΔΡ πάνω από 200 χιλιάδες άνθρωποι, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς ήταν εργάτες και στα μέτωπα έγιναν δεκτοί στο Κόμμα πά­νω από το 25 % όσων υπηρετούσαν στο στρατό και στο στόλο. Ο Λένιν έγρα­φε ότι οι εργάτες και οι αγρότες, που ήλθαν στο Κόμμα σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, «αποτελούν τα καλύτερα και τα πιο σίγουρα καθοδηγητικά στελέχη του επαναστατικού προλεταριάτου και του μη εκμεταλλευτικού τμήματος της αγροτιάς» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 40ός, σελ. 141).

25. Κομμουνιστική Διεθνής – περιοδικό, όργανο της Εκτελεστικής Επι¬τροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς• έβγαινε στα ρώσικα, στα γερμανικά, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ισπανικά και στα κινέζικα. Το πρώτο τεύχος βγήκε την 1η του Μάη 1919. Στο περιοδικό δημοσιεύονταν θεωρητικά άρθρα και ντοκουμέντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δημοσιεύτηκαν σ' αυτό και πολλά άρθρα του Λένιν. Το περιοδικό φώτιζε τα βασικά ζητήματα της μαρξιστικο-λενινιστικής θεωρίας σε σύνδεση με τα προβλήματα του διεθνούς ερ¬γατικού και κομμουνιστικού κινήματος, την πείρα της οικοδόμησης του σο¬σιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, έκανε πάλη ενάντια στα διάφορα αντιλενινιστικά ρεύματα. Η έκδοση σταμάτησε τον Ιούνη του 1943 ύστερα από την απόφαση του προεδρείου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς της 15 του Μάη 1943 για τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

26. Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά γράμματα, ρωσ. έκδ., 1953, σελ. 105.

27. Folkets Dagblad Politiken: (Καθημερινή Λαϊκή Πολιτική Εφημερίδα) – εφημερίδα των Σουηδών αριστερών σοσιαλδημοκρατών, που το 1917 δημιούργησαν το Αριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Σουηδίας• εκδιδόταν στη Στοκχόλμη από τον Απρίλη του 1916, στην αρχή μέρα παρά μέρα, μετά καθημερινά (ως το Νοέμβρη του 1917 ονομαζόταν Politiken). Διευθυντής της στα 1918-1919 ήταν ο Φ. Στριόμ. Το 1921, το Αριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Σουηδίας μπήκε στην Κομμουνιστική Διεθνή και πήρε την ονομασία κομμουνιστικό• η εφημερίδα έγινε όργανο του. Ύστερα από τη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σουηδίας, τον Οκτώβρη του 1929, η εφημερίδα πέρασε στα χέρια της δεξιάς του πτέρυγας. Η έκδοση της σταμάτησε το Μάη του 1945.

28. Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου (Industrial Workers of the World, I.W.W.) – συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών των ΗΠΑ, που ιδρύθηκε το 1905· συνένωνε κυρίως μη ειδικευμένους και χαμηλά αμειβόμενους εργάτες διαφόρων επαγγελμάτων. Στη δημιουργία της πήραν ενεργό μέρος οι παράγοντες του αμερικανικοί εργατικού κινήματος Ντ. Ντε Λέον, Γ. Ντεμπς και Ου. Χέιβουντ. Οργανώσεις βιομηχανικών εργατών τον κόσμου είχαν δημιουργηθεί επίσης στον Καναδά, στην Αυστραλία, στην Αγγλία, στη Λατινι­κή Αμερική, στη Νότια Αφρική. Στις συνθήκες του μαζικού απεργιακού κι­νήματος, που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κάτω από την επίδραση της επανά­στασης του 1905-1907 στη Ρωσία, οι Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου έκα­ναν μια σειρά πετυχημένες μαζικές απεργίες, πάλευαν ενάντια στην πολιτι­κή της ταξικής συνεργασίας, που εφάρμοζαν οι ρεφορμιστές ηγέτες της Αμε­ρικανικής Ομοσπονδίας εργασίας και οι δεξιοί σοσιαλιστές. Στα χρόνια του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου έγιναν με τη συμμετοχή της Ομο­σπονδίας πολλές αντιπολεμικές μαζικές εκδηλώσεις της αμερικανικής ερ­γατικής τάξης. Ορισμένοι καθοδηγητές των Βιομηχανικών εργατών τον κό­σμου (Ου. Χέιβουντ και άλλοι) χαιρέτισαν τη Μεγάλη Οκτωβριανή σοσια­λιστική επανάσταση και μπήκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, στη δράση της οργάνωσης παρουσιάστηκαν αναρχοσυνδικαλιστικά γνωρίσματα: η οργάνωση δεν αναγνώριζε την πολιτική πάλη του προλεταριάτου, αρνιόταν τον καθοδηγητικό ρόλο του Κόμματος, την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, αρνιόταν να κάνει δουλειά ανάμεσα στα μέλη των συνδικάτων, που ανήκαν στην Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας. Οι αναρχοσυνδικαλιστές ηγέτες της οργάνωσης, επωφελούμενοι από το γεγονός ότι πολλοί επαναστάτες παράγοντες βρίσκονταν στη φυλακή, πα­ρά τη θέληση των συνδικαλισμένων μαζών απόρριψαν το 1920 την έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που καλούσε την οργάνωση να προσχωρήσει στην Κομμουνιστική Διεθνή. Εξαιτίας της οπορτουνιστικής πολιτικής της καθοδήγησης, οι Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου μετατράπηκαν σε σεχταριστική οργάνωση, που γρήγορα έχασε την επιρροή της στο εργατικό κίνημα.

*Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ»
ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Απόσπασμα (VI. Κεφάλαιο)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΉ